- ποδείον
- και πόδειον, τὸ, Αταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ειον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδεῖον — sock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδειον — τὸ, Α βλ. ποδεῑον … Dictionary of Greek
ποδεῖα — ποδεῖον sock neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek